Σύνδεση ΔΕΠΥ και Άνοιας: Νέα ευρήματα για την υγεία του εγκεφάλου

Ελβετική έρευνα φωτίζει τις κοινές νευροβιολογικές οδούς της ΔΕΠΥ και της άνοιας, αποκαλύπτοντας πιθανούς ανησυχητικούς συσχετισμούς.

5 Ελάχιστη ανάγνωση

Μια νέα μελέτη από το Πανεπιστημιακό Νοσοκομείο της Γενεύης (HUG) και το Πανεπιστήμιο της Γενεύης (UNIGE) ρίχνει φως σε μια πιθανώς σημαντική σύνδεση μεταξύ της διαταραχής ελλειμματικής προσοχής και υπερκινητικότητας (ΔΕΠΥ) και της άνοιας, εντοπίζοντας κοινούς νευροβιολογικούς δείκτες μεταξύ των δύο καταστάσεων.

Η έρευνα, που δημοσιεύτηκε στο Psychiatry and Clinical Neurosciences, έδειξε ότι ενήλικες με διαγνωσμένη ΔΕΠΥ παρουσιάζουν αυξημένα επίπεδα σιδήρου σε συγκεκριμένες εγκεφαλικές περιοχές, καθώς και υψηλότερες συγκεντρώσεις νευροϊνιδίων (NfL) στο αίμα τους. Αυτοί οι βιοδείκτες έχουν ήδη συνδεθεί με νευροεκφυλιστικές ασθένειες της τρίτης ηλικίας, όπως η νόσος Αλτσχάιμερ. Αυτά τα ευρήματα ενισχύουν την υπόθεση ότι η ΔΕΠΥ μπορεί να μην είναι απλώς μια παιδική νευροαναπτυξιακή διαταραχή, αλλά μπορεί να σχετίζεται με μακροπρόθεσμες επιπτώσεις στην υγεία του εγκεφάλου.

«Πρόσφατες επιδημιολογικές μελέτες έχουν υποδείξει αυξημένο κίνδυνο εμφάνισης άνοιας σε ενήλικες με ιστορικό ΔΕΠΥ, αλλά οι νευρολογικοί μηχανισμοί που κρύβονται πίσω από αυτή τη σχέση παραμένουν ασαφείς. Τα νέα μας ευρήματα παρέχουν τις πρώτες νευροβιολογικές ενδείξεις για έναν πιθανό κοινό παθογενετικό μηχανισμό», εξηγεί ο Δρ. Paul G. Unschuld, επικεφαλής του Τομέα Γηριατρικής Ψυχιατρικής του HUG και αναπληρωτής καθηγητής Ψυχιατρικής στην Ιατρική Σχολή του UNIGE, ο οποίος ηγήθηκε της μελέτης.

Η ΔΕΠΥ παγκοσμίως επηρεάζει περίπου το 3,5% των ενηλίκων, σύμφωνα με εκτιμήσεις του Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας, και χαρακτηρίζεται από επίμονες δυσκολίες στην προσοχή, παρορμητικότητα και, σε πολλές περιπτώσεις, υπερκινητικότητα. Αν και τα συμπτώματα εμφανίζονται στην παιδική ηλικία, συχνά συνεχίζονται στην ενήλικη ζωή, επηρεάζοντας την καθημερινή λειτουργικότητα και την ποιότητα ζωής.

Αντίθετα, οι άνοιες που σχετίζονται με την ηλικία επηρεάζουν σήμερα περίπου 55 εκατομμύρια ανθρώπους παγκοσμίως, με σχεδόν 10 εκατομμύρια νέες διαγνώσεις κάθε χρόνο, σύμφωνα με στοιχεία του ΠΟΥ για το 2023. Η νόσος Αλτσχάιμερ είναι η πιο κοινή μορφή, αντιπροσωπεύοντας το 60-70% των περιπτώσεων.

Η ερευνητική ομάδα χρησιμοποίησε μια προηγμένη τεχνική νευροαπεικόνισης, την ποσοτική χαρτογράφηση επιδεκτικότητας (QSM) μέσω μαγνητικής τομογραφίας (MRI), για να εξετάσει την περιεκτικότητα του εγκεφάλου σε σίδηρο. Στη μελέτη συμμετείχαν 32 ενήλικες με διαγνωσμένη ΔΕΠΥ, ηλικίας 25 έως 45 ετών, καθώς και 29 υγιείς ενήλικες της ίδιας ηλικιακής ομάδας ως ομάδα ελέγχου. Επιπλέον, μετρήθηκαν τα επίπεδα της πρωτεΐνης της ελαφριάς αλυσίδας των νευροϊνιδίων (NfL) στο αίμα όλων των συμμετεχόντων.

Τα αποτελέσματα έδειξαν σημαντικές διαφορές στην κατανομή του σιδήρου σε συγκεκριμένες περιοχές του εγκεφάλου των ατόμων με ΔΕΠΥ σε σύγκριση με τους υγιείς συμμετέχοντες. Ιδιαίτερα σημαντική ήταν η θετική συσχέτιση που βρέθηκε μεταξύ των επιπέδων σιδήρου στον προκινητικό φλοιό και των επιπέδων NfL στο πλάσμα του αίματος.

Ο σίδηρος είναι απαραίτητος για τη σωστή λειτουργία του εγκεφάλου. Ωστόσο, η υπερβολική συσσώρευσή του έχει συνδεθεί με την πρόκληση οξειδωτικού στρες, το οποίο μπορεί να οδηγήσει σε νευρωνική βλάβη και να συμβάλει στην ανάπτυξη νευροεκφυλιστικών ασθενειών, όπως η νόσος Αλτσχάιμερ. «Η αυξημένη συγκέντρωση σιδήρου σε συγκεκριμένες εγκεφαλικές περιοχές συχνά συνοδεύεται από αυξημένο οξειδωτικό στρες, το οποίο ενισχύει τη διαδικασία της νευρωνικής εκφύλισης», σημειώνει ο Δρ. Unschuld.

Αντίθετα, η παρουσία της πρωτεΐνης NfL στο αίμα θεωρείται καθιερωμένος βιοδείκτης νευρωνικής βλάβης, ιδιαίτερα βλάβης στους νευρικούς άξονες, τις δομές που επιτρέπουν τη μετάδοση των νευρικών σημάτων. Η αύξηση των επιπέδων NfL στο πλάσμα υποδηλώνει υποκείμενη νευρωνική δυσλειτουργία ή καταστροφή. Η ταυτόχρονη παρουσία αυξημένων επιπέδων τόσο σιδήρου όσο και NfL σε ενήλικες με ΔΕΠΥ υποδηλώνει την πιθανή ύπαρξη μιας νευροεκφυλιστικής διαδικασίας.

Τα ευρήματα της μελέτης δεν αποκαλύπτουν απλώς μια πιθανή σύνδεση μεταξύ της ΔΕΠΥ και του αυξημένου κινδύνου άνοιας. Αντίθετα, ανοίγουν νέους ερευνητικούς δρόμους για την κατανόηση των παθογενετικών μηχανισμών που μπορεί να συνδέουν αυτές τις δύο καταστάσεις, παρέχοντας πολύτιμες πληροφορίες για μελλοντικές στρατηγικές πρόληψης και θεραπείας.

Ο Δρ. Unschuld τονίζει ότι τα δεδομένα που παρέχει η μελέτη «θα συμβάλουν στην ανάπτυξη στοχευμένων στρατηγικών πρόληψης, με σκοπό τη μείωση του κινδύνου άνοιας σε άτομα με ΔΕΠΥ». Αυτή η ανάγκη γίνεται ακόμη πιο επιτακτική, δεδομένης της ήδη τεκμηριωμένης σχέσης μεταξύ του τρόπου ζωής και της εγκεφαλικής συσσώρευσης σιδήρου, ενός παράγοντα που φαίνεται να παίζει καθοριστικό ρόλο.

Επιπλέον, σημειώνει ότι απαιτούνται περαιτέρω διαχρονικές μελέτες για να διερευνηθεί εάν η ρύθμιση ή η μείωση των επιπέδων σιδήρου στον εγκέφαλο θα μπορούσε να αποτελέσει μια αποτελεσματική θεραπευτική παρέμβαση για την πρόληψη ή την επιβράδυνση της εμφάνισης άνοιας σε άτομα με ιστορικό ΔΕΠΥ.

ΜΕ ΕΤΙΚΕΤΕΣ:
Κοινοποίηση αυτού του άρθρου