Αφορμή για την παρέμβασή των Ιστορικών, στάθηκε η πρόσφατη απόφαση του Ανώτατου Δικαστηρίου του Ηνωμένου Βασιλείου, η οποία ερμηνεύει στενά τον Νόμο για την Ισότητα του 2010, αποκλείοντας τα τρανς άτομα από τον νομικό ορισμό των λέξεων «γυναίκα» και «φύλο». Με άλλα λόγια, αφαιρεί από τρανς γυναίκες θεμελιώδη νομικά δικαιώματα σε μια σειρά από πλαίσια – από την εργασία και την υγειονομική περίθαλψη μέχρι την πρόσβαση σε προστατευμένους χώρους.
Η συλλογική φωνή των ιστορικών, μέσα από μια τεκμηριωμένη και ηχηρή ανοιχτή επιστολή, καταγγέλλει αυτή τη μετατόπιση προς την θεσμική τρανσφοβία. Με επικεφαλής την ανώτερη λέκτορα Ιστορικής Εκπαίδευσης του King’s College London, Κριστίν Παρκς, το ακαδημαϊκό αυτό σώμα υπενθυμίζει κάτι απλό αλλά κρίσιμο: ότι η υποχώρηση στα δικαιώματα μειονοτήτων έχει πάντοτε μακροχρόνιες κοινωνικές συνέπειες – και η ιστορία είναι γεμάτη παραδείγματα που το αποδεικνύουν.
Δεν πρόκειται μόνο για μια πολιτική αντίρρηση. Είναι μια υπεράσπιση αρχών: της ισότητας, της ανθρώπινης αξιοπρέπειας και της υποχρέωσης της Πολιτείας να προστατεύει όλους τους πολίτες της. Οι ιστορικοί, παρακολουθώντας την εντεινόμενη εχθρική στάση της κυβέρνησης απέναντι στα τρανς άτομα, βλέπουν έναν κίνδυνο: την κανονικοποίηση της περιθωριοποίησης και τη νομιμοποίηση των διακρίσεων μέσω θεσμικών αποφάσεων.
Όπως σημειώνουν στην επιστολή τους, η αποδοχή τέτοιων αποφάσεων αποτελεί οπισθοδρόμηση, καθώς υπονομεύει την πρόοδο που έχει σημειωθεί τις τελευταίες δεκαετίες στον τομέα των δικαιωμάτων των ΛΟΑΤΚΙ+ ατόμων. Η σιωπή σε τέτοιες περιπτώσεις ισοδυναμεί με συνενοχή, και γι’ αυτό η πρωτοβουλία τους αποκτά τόσο βαρύνουσα σημασία.
Η παρέμβαση αυτή αποκτά ιδιαίτερο βάρος, όχι μόνο λόγω του αριθμού και του κύρους των υπογραφόντων, αλλά και εξαιτίας του συμβολισμού της: άνθρωποι που έχουν αφιερώσει τη ζωή τους στην κατανόηση του παρελθόντος, υπενθυμίζουν στους σημερινούς ηγέτες πως δεν γίνεται να χτίζεις μέλλον πατώντας πάνω στα δικαιώματα των λίγων.
Η επιστολή καταλήγει με μια προειδοποίηση που είναι και μια ελπίδα: «Δεν χρειάζεται να επαναλάβουμε τα λάθη του παρελθόντος». Και είναι ακριβώς αυτή η φράση που συνοψίζει τον λόγο ύπαρξης κάθε προοδευτικής δημοκρατίας: να μαθαίνει, να διορθώνει και να προχωρά μπροστά — όχι να γυρίζει πίσω.