Γράφει ο Κωνσταντίνος Ταχτσίδης
(αναδημοσίευση άρθρου από το rosa.gr)
Η άνοδος της ακροδεξιάς δεν είναι μόνο εκλογική. Είναι πολιτισμική και αισθητική. Είναι η νίκη της νοσταλγίας για μια εποχή που ποτέ δεν υπήρξε ιδανική, αλλά παρουσιάζεται ως τέτοια: καθαρή, ομοιογενής, οριοθετημένη. Ένας κόσμος χωρίς ξένους, χωρίς παρεκκλίσεις, χωρίς ταραχές στην ήσυχη επιφάνεια του “κανονικού”.
Η επιστροφή του Τραμπ δεν είναι είδηση. Είναι σύμπτωμα. Όπως η εξάπλωση των Μελόνι, Λεπέν, Όρμπαν και η κυριαρχία του δήθεν φιλελεύθερου Μητσοτάκη. Δεν πουλάνε πολιτική· πουλάνε ανακούφιση από τη δυσανεξία προς την πολυπλοκότητα.
Η ακροδεξιά έχει βρει τον ιδανικό αποπροσανατολισμό: κατευθύνει τη συζήτηση από το ψωμί στο φύλο και από τo ενοίκιο στις αντωνυμίες. Και κάπως έτσι ο κοινωνικός θυμός στρέφεται εκεί που δε χρειάζεται να λογοδοτήσουν οι ισχυροί.
Η «woke απειλή» έχει γίνει το βολικό παραπέτασμα. Όχι γιατί απειλεί, αλλά γιατί δίνει σε έναν κουρασμένο κόσμο μια εύκολη εξήγηση: δεν φταίνε οι πολιτικές, φταίνε οι ακτιβιστές. Δεν φταίει η φτώχεια, φταίει η ορατότητα. Δεν φταίει το σύστημα, φταίει το λεξιλόγιο.
Αυτό δεν είναι μόνο κυνισμός. Είναι σχέδιο. Είναι η συνειδητή επιλογή να μετατρέπεται ο θυμός σε φόβο, και ο φόβος σε ησυχία, τάξη, ασφάλεια και υπομονή. Είναι η απόσυρση του κράτους από τον ρόλο του προστάτη και η μεταμόρφωσή του σε ηθικό εισαγγελέα. Δεν έχει σημασία αν δεν μπορεί να ρυθμίσει την αγορά∙ αρκεί να μπορεί να ρυθμίσει τις λέξεις.
Η διαφορετικότητα είναι ενοχλητική γιατί διαρρηγνύει τη βεβαιότητα. Γιατί εισάγει το ανοίκειο εκεί που όλα πρέπει να είναι τακτοποιημένα. Γιατί λέει πως δεν υπάρχει μία ταυτότητα, μία πατρίδα, ένα φύλο, μία αλήθεια, ένα όριο. Γι’ αυτό και γίνεται ο πρώτος στόχος, ως μια δήθεν woke ατζέντα που απειλεί τον τρόπο ζωής μας. Γιατί είναι το τεκμήριο ότι η εξουσία δεν μπορεί να ελέγχει τα πάντα.
Έτσι, η νοσταλγία δεν εμφανίζεται απλώς ως συναίσθημα, αλλά ως λύση. Το χθες δεν είναι πια μνήμη, αλλά υπόσχεση: μια «κανονική» εποχή, χωρίς πολύπλοκες ταυτότητες, χωρίς διεκδικήσεις, χωρίς φωνές που ταράζουν την ήσυχη ακινησία.
Και σε μια κοινωνία εξαντλημένη από οικονομική επισφάλεια και θεσμική εγκατάλειψη, αυτή η κατασκευασμένη ανάμνηση του παρελθόντος μοιάζει παρήγορη — γιατί δεν σε αναγκάζει να φανταστείς το μέλλον, ούτε καν να βιώσεις το αβάσταχτο παρόν.
Ας μην κοροϊδευόμαστε: η επίθεση στις πολιτικές συμπερίληψης, στις κουήρ ταυτότητες, στις κοινότητες μεταναστών, στα σχολικά προγράμματα, δεν είναι παρά η πρόβα τζενεράλε για κάτι βαθύτερο:
Την κατάργηση της ίδιας της έννοιας του «κοινού τόπου». Να μη συναντιόμαστε πια κάπου όλοι, αλλά να ζούμε παράλληλα, ελεγχόμενα και φοβισμένα. Ο καθένας στη φούσκα του — με φραγμούς, σύνορα και τείχη.
Κι εδώ είναι η ευθύνη της “Κεντροαριστεράς” στο πως αντιμετωπίζει την ακροδεξιά: δηλαδή ως κάτι περιθωριακό, που «θα φύγει μόνο του».
Δεν κατάλαβε πως ο φασισμός σήμερα δεν φοράει μπότες, αλλά πατάει «like» σε meme. Δεν ορμάει με σιδερολοστούς, αλλά διαγράφει τη μνήμη και ξαναγράφει την ιστορία.
Αν δεν υπερασπιστούμε, τώρα, με σθένος, το δικαίωμα να υπάρχεις, όταν το σύστημα σου προτείνει συνεχώς εναλλακτικές εκδοχές του εαυτού σου – πιο εύπεπτες και πιο “κανονικές”, τότε η σιωπή μας δεν θα είναι ουδέτερη. Θα είναι συνενοχή.
Δεν αρκεί να πούμε «δεν θα περάσει». Πρέπει να πούμε τι θα περάσει στη θέση του.
Αν η ακροδεξιά προτείνει νοσταλγία, εμείς πρέπει να απαντήσουμε με επιθυμία. Όχι για επιστροφή. Αλλά για ένα μέλλον που δεν έχει υπάρξει ξανά. Ένα μέλλον όπου η κοινωνία δεν θα μετριέται με βάση την ομοιότητα, αλλά με βάση το πόσους διαφορετικούς τρόπους ύπαρξης μπορεί να χωρέσει.
Αυτός πρέπει να είναι ο νέος διεθνισμός των ημερών μας. Όχι η αφηρημένη αντίθεση στον Τραμπ, τον Όρμπαν, ή τον Γεωργιάδη. Αλλά η κατά μέτωπο σύγκρουση με το ψέμα ότι «παλιά ήμασταν καλύτερα». Με τη μυθολογία της καθαρότητας, με τη φαντασίωση της κοινωνικής ομοιογένειας και κυρίως: με την ιδέα ότι η αλλαγή είναι επικίνδυνη.
Κι αν η ακροδεξιά κρατά στα χέρια της τη νοσταλγία και τον φόβο, εμείς κρατάμε κάτι ισχυρότερο: το θάρρος να ονειρευτούμε ένα μέλλον χωρίς αποκλεισμούς, χωρίς “κανονικότητες”. Ένα μέλλον όπου κανείς δεν θα χρειάζεται να κρύψει ποιος είναι για να ανήκει.
Κι αν αυτό φαίνεται δύσκολο, τόσο το καλύτερο. Γιατί οι πιο αναγκαίοι κόσμοι είναι πάντα εκείνοι που ακόμα δεν υπάρχουν.