Γράφει η Ελπίδα Κοντομάρου, Ψυχολόγος – Ψυχοθεραπεύτρια, MSc Ψυχική Υγεία Εφήβων Γνωσιακή – Συμπεριφορική Προσέγγιση (CBT)
Η παιδική κακοποίηση, ανεξαρτήτως μορφής, αποτελεί μία από τις πιο σοβαρές και καταστροφικές μορφές παραβίασης των θεμελιωδών ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Πρόκειται για ένα βαθιά τραυματικό φαινόμενο που διαταράσσει την αναπτυξιακή πορεία του παιδιού, αφήνοντας μακροχρόνιο αποτύπωμα στην ψυχική υγεία, την κοινωνική του συμπεριφορά και τη συνολική του προσαρμογή στη ζωή.
Πλήθος ερευνών καταδεικνύει ότι τα άτομα που έχουν υποστεί κακοποίηση –ιδίως κατά την παιδική ηλικία– διατρέχουν αυξημένο κίνδυνο εμφάνισης ψυχολογικών διαταραχών, όπως άγχος, κατάθλιψη και αυτοκτονικός ιδεασμός. Σύμφωνα με τους Angelakis, Austin και Gooding (2019), οι ενήλικες που έχουν βιώσει κακοποίηση ως παιδιά εμφανίζουν σημαντικά υψηλότερα επίπεδα ψυχικής δυσφορίας συγκριτικά με άτομα χωρίς τέτοιο ιστορικό. Τα ευρήματα καταδεικνύουν ισχυρούς συνειρμούς ανάμεσα στο τραύμα της κακοποίησης και την ανάπτυξη αυτοκαταστροφικών σκέψεων, ιδίως σε ό,τι αφορά την αυτοκτονία.
Παράλληλα, η παιδική κακοποίηση δεν περιορίζεται μόνο σε επιπτώσεις στην ψυχική υγεία, αλλά συνδέεται συχνά με την εμφάνιση παραβατικής συμπεριφοράς στην εφηβεία ή την ενήλικη ζωή. Σε πολλές περιπτώσεις, η βία μετατρέπεται σε μοτίβο ζωής και αναπαράγεται, δημιουργώντας έναν φαύλο κύκλο που διαιωνίζεται από γενιά σε γενιά. Χωρίς έγκαιρη παρέμβαση και στήριξη, τα θύματα γίνονται συχνά θύτες ή ενσωματώνουν τη βία ως “κανονικότητα”, τόσο στις προσωπικές όσο και στις κοινωνικές τους σχέσεις (Widom, 1989).
Η κακοποίηση περιλαμβάνει διαφορετικές μορφές βίας: σωματική, σεξουαλική, συναισθηματική και παραμέληση. Όπως επισημαίνουν οι Gilbert και συνεργάτες (2009), αυτές οι μορφές δεν περιορίζονται στο στενό οικογενειακό περιβάλλον, αλλά μπορούν να προέρχονται και από το ευρύτερο κοινωνικό πλαίσιο. Η σωματική κακοποίηση περιλαμβάνει πράξεις που προκαλούν πόνο ή τραυματισμό. Η σεξουαλική κακοποίηση αφορά παραβιάσεις της σεξουαλικής ακεραιότητας του παιδιού, ακόμη και χωρίς χρήση φυσικής βίας. Η συναισθηματική κακοποίηση σχετίζεται με τη συνεχή υποτίμηση, την απόρριψη και τον ψυχολογικό εκφοβισμό. Τέλος, η παραμέληση συνίσταται στην αδυναμία ή άρνηση παροχής της απαραίτητης φροντίδας και συναισθηματικής στήριξης που απαιτείται για τη φυσιολογική ανάπτυξη του παιδιού.
Οι επιπτώσεις όλων αυτών των μορφών κακοποίησης είναι μακροχρόνιες και βαθιές. Έρευνες όπως αυτή των Anda et al. (2006) αποδεικνύουν ότι τα θύματα παιδικής κακοποίησης είναι πιο επιρρεπή στην εμφάνιση αγχωδών διαταραχών, κατάθλιψης, διαταραχών προσωπικότητας και PTSD. Συχνά αντιμετωπίζουν δυσκολίες στις διαπροσωπικές σχέσεις, αδυναμία διαχείρισης του θυμού και περιορισμένη ικανότητα εμπιστοσύνης. Σε πολλές περιπτώσεις, ενήλικες που μεγάλωσαν υπό συνθήκες κακοποίησης χρησιμοποιούν βία ως μέσο επικοινωνίας ή αυτοπροστασίας.
Η θεωρία της κοινωνικής μάθησης του Bandura (1977) προσφέρει ένα χρήσιμο ερμηνευτικό πλαίσιο. Μέσα από τη μίμηση των συμπεριφορών που παρατηρούν στο περιβάλλον τους, τα παιδιά εσωτερικεύουν τα μοτίβα βίας ως «φυσιολογική» συμπεριφορά και τα αναπαράγουν στις δικές τους διαπροσωπικές σχέσεις. Η χρόνια κακοποίηση μπορεί να οδηγήσει σε διαταραχές της προσωπικότητας και σοβαρά προβλήματα αυτορρύθμισης (Teicher et al., 2002).
Ωστόσο, η πορεία δεν είναι προδιαγεγραμμένη. Η έγκαιρη αναγνώριση και η κατάλληλη παρέμβαση μπορούν να αποτρέψουν τη διαιώνιση της βίας και να ανατρέψουν την αρνητική τροχιά. Οι υπηρεσίες ψυχικής υγείας, τα σχολεία, οι κοινωνικοί λειτουργοί και οι φορείς παιδικής προστασίας διαδραματίζουν κρίσιμο ρόλο στον εντοπισμό των θυμάτων και στην παροχή εξατομικευμένης φροντίδας. Ψυχοθεραπευτικές προσεγγίσεις, υποστηρικτικά προγράμματα και η δημιουργία ασφαλών σχέσεων συμβάλλουν στην αποκατάσταση του τραύματος και στην ενίσχυση της ψυχικής ανθεκτικότητας (Toth & Cicchetti, 2013).
Παράλληλα, η πρόληψη κατέχει κεντρικό ρόλο στην καταπολέμηση της παιδικής κακοποίησης. Εκπαιδευτικά προγράμματα που ενισχύουν τη συναισθηματική νοημοσύνη, την ενσυναίσθηση και τη μη βίαιη επίλυση συγκρούσεων είναι ζωτικής σημασίας. Η ενημέρωση και η ευαισθητοποίηση γονέων, παιδιών και επαγγελματιών πρώτης γραμμής (εκπαιδευτικών, ιατρών, κοινωνικών λειτουργών) μπορούν να λειτουργήσουν προληπτικά και να ενισχύσουν την κοινωνική επαγρύπνηση (Finkelhor, 2009).
Η παιδική κακοποίηση δεν είναι απλώς μια «δύσκολη περίοδος» στη ζωή ενός παιδιού. Είναι ένα βαθύ τραύμα, που αν δεν αναγνωριστεί και αντιμετωπιστεί έγκαιρα, μπορεί να καθορίσει αρνητικά ολόκληρη τη ζωή του ατόμου και να επιβαρύνει τη συνοχή του κοινωνικού ιστού. Η πρόληψη, η θεραπεία και η κοινωνική υπευθυνότητα αποτελούν τα τρία βασικά θεμέλια για τη διακοπή του κύκλου της βίας. Η προστασία των παιδιών δεν είναι μόνο ηθική υποχρέωση – είναι επένδυση στο μέλλον της κοινωνίας.