Γράφει η Ελπίδα Κοντομάρου, Ψυχολόγος – Ψυχοθεραπεύτρια, MSc Ψυχική Υγεία Εφήβων Γνωσιακή – Συμπεριφορική Προσέγγιση (CBT)
Η εφηβεία αποτελεί μία από τις πιο έντονες φάσεις μετάβασης στην ανθρώπινη ανάπτυξη. Οι βιολογικές, γνωστικές και ψυχοκοινωνικές αλλαγές αυτής της περιόδου επηρεάζουν ουσιαστικά τις σχέσεις των νέων με το οικογενειακό τους περιβάλλον. Καθώς ο έφηβος διαμορφώνει την ταυτότητά του και επιδιώκει ανεξαρτησία, οι σχέσεις με τους γονείς συχνά χαρακτηρίζονται από εντάσεις και συγκρούσεις. Ωστόσο, αυτές οι συγκρούσεις δεν είναι απαραίτητα επιβλαβείς. Αντιθέτως, όταν διαχειρίζονται με ενσυναίσθηση, αυτογνωσία και ψυχολογική ωριμότητα, μπορούν να αποτελέσουν θεμέλιο για ουσιαστικότερη επικοινωνία και βαθύτερη κατανόηση.
Η πρόσφατη ερευνητική βιβλιογραφία δίνει ιδιαίτερη έμφαση στον ρόλο της συναισθηματικής ρύθμισης στη δυναμική της σχέσης γονέων και εφήβων. Σύμφωνα με τους Ratliff et al. (2023), οι υποστηρικτικές και συναισθηματικά ασφαλείς σχέσεις ενισχύουν την ικανότητα των εφήβων να κατανοούν και να διαχειρίζονται τα συναισθήματά τους. Όταν ο γονιός λειτουργεί ως σταθερό συναισθηματικό στήριγμα και προσεγγίζει το παιδί του με αποδοχή και κατανόηση, αντί για αυστηρή κριτική, ο έφηβος εσωτερικεύει πιο λειτουργικά πρότυπα συναισθηματικής ανταπόκρισης.
Η έρευνα του Branje (2018) δείχνει ότι οι συγκρούσεις δεν είναι από μόνες τους επιζήμιες· η ποιότητα της διαχείρισής τους καθορίζει αν θα λειτουργήσουν ως πεδίο μάθησης ή ως πηγή συναισθηματικής αποστασιοποίησης. Η ικανότητα των μελών της οικογένειας να ενσωματώνουν και να εκφράζουν τόσο θετικά όσο και αρνητικά συναισθήματα κατά τη διάρκεια μιας διαφωνίας, χωρίς εκρήξεις ή αποσύρσεις, αποτελεί ένδειξη συναισθηματικής ωριμότητας και ενίσχυσης των δεσμών.
Παράλληλα, η υπερβολική ενσυναίσθηση χωρίς σαφή προσωπικά όρια μπορεί να οδηγήσει σε συναισθηματική εξάντληση, ιδιαίτερα κατά τη διάρκεια έντονων συγκρούσεων, όπως επισημαίνουν οι Van Lissa et al. (2017). Σε τέτοιες περιπτώσεις, η ανάγκη για ισορροπία ανάμεσα στην ενσυναίσθηση και τη διαφοροποίηση των ρόλων καθίσταται κρίσιμη.
Σημαντικός παράγοντας αποτελεί και η συναισθηματική διαχείριση από την πλευρά των γονιών. Όταν οι γονείς δυσκολεύονται να ρυθμίσουν τα δικά τους συναισθήματα, αυτή η δυσκολία συχνά μεταφέρεται ακούσια στα παιδιά τους. Όπως καταδεικνύουν οι Li et al. (2018), η έλλειψη γονικής αυτογνωσίας και συναισθηματικής αυτορρύθμισης συνδέεται με αυξημένες εντάσεις και δυσλειτουργική επικοινωνία στην οικογένεια.
Εξίσου κρίσιμη είναι η ποιότητα της επικοινωνίας κατά τη διάρκεια μιας διαφωνίας. Οι Romet et al. (2025) υποστηρίζουν ότι όταν ο έφηβος αισθάνεται πως γίνεται αποδεκτός και ακούγεται χωρίς να κρίνεται, ενεργοποιείται η ικανότητα του εγκεφάλου για ρύθμιση της συναισθηματικής αντίδρασης, με αποτέλεσμα τη μείωση της επιθετικότητας, του άγχους και του θυμού. Αντίθετα, η έλλειψη ανοιχτής επικοινωνίας και συναισθηματικής διαθεσιμότητας οδηγεί σε αυξημένο ψυχικό φορτίο.
Η συναισθηματική απορρύθμιση έχει συσχετιστεί με αυξημένα επίπεδα κατάθλιψης και μειωμένη ικανοποίηση από τη ζωή στους εφήβους, σύμφωνα με τις έρευνες των Chiang et al. (2023) και Zhang et al. (2022). Η ικανότητα του νέου να αναγνωρίζει, να κατανοεί και να μετασχηματίζει τα συναισθήματά του επηρεάζει την ψυχική του ανθεκτικότητα και τη συνολική ποιότητα ζωής του. Η έννοια της διαπροσωπικής ρύθμισης των συναισθημάτων, δηλαδή η ικανότητα να συνδιαμορφώνουμε τα συναισθήματά μας μέσα στη σχέση με τον άλλον, αναδεικνύεται ως καθοριστικής σημασίας. Οι Naor-Ziv et al. (2023) επισημαίνουν ότι όταν τα συναισθήματα γίνονται αντικείμενο διαλόγου και όχι αποσιώπησης ή ελέγχου, ενισχύεται η συναισθηματική συνδεσιμότητα και η προσαρμοστικότητα σε καταστάσεις σύγκρουσης.
Στο πλαίσιο αυτό, η γνωσιακή-συμπεριφορική προσέγγιση προσφέρει πρακτικά εργαλεία που μπορούν να εφαρμοστούν τόσο από γονείς όσο και από εφήβους. Τεχνικές όπως η αναγνώριση των αυτόματων αρνητικών σκέψεων, η αναδόμηση δυσλειτουργικών γνωσιών, καθώς και η εκπαίδευση σε δεξιότητες επικοινωνίας, ενισχύουν την ικανότητα των μελών της οικογένειας να ανταποκρίνονται στις εντάσεις με ρεαλισμό, ενσυνειδητότητα και λειτουργικότητα. Μέσα από την εξάσκηση σε δομημένες στρατηγικές, όπως η καταγραφή σκέψεων και συναισθημάτων, τα άτομα ενισχύουν την εσωτερική τους επίγνωση και μαθαίνουν να διαχωρίζουν το γεγονός από την ερμηνεία, γεγονός που μειώνει την ένταση των συναισθηματικών αντιδράσεων.
Για τους γονείς, η πρόκληση έγκειται στο να μετατοπιστούν από τον ρόλο του “διορθωτή” στον ρόλο του ενεργού ακροατή. Το να επιτρέπουν στον έφηβο να εκφραστεί χωρίς διακοπή ή αποδόμηση του βιώματός του είναι μία από τις σημαντικότερες πράξεις ενσυναίσθησης. Από την άλλη πλευρά, οι έφηβοι καλούνται να αναγνωρίσουν πως και οι γονείς τους διαθέτουν συναισθήματα και αγωνίες. Η αμοιβαία κατανόηση δεν προκύπτει από την απόλυτη συμφωνία, αλλά από τη διατήρηση του διαλόγου σε συνθήκες αμοιβαίου σεβασμού.
Η διαχείριση των συγκρούσεων δεν συνίσταται στην αποφυγή τους, αλλά στη μετατροπή τους σε ευκαιρίες αναστοχασμού, εξέλιξης και επαναπροσδιορισμού της σχέσης. Η ύπαρξη συγκρούσεων είναι φυσικό στοιχείο κάθε ζωντανής και δυναμικής σχέσης. Η ποιότητα της συναισθηματικής παρουσίας κατά τη διάρκειά τους είναι αυτή που καθορίζει εάν η σχέση θα αποδυναμωθεί ή θα εμβαθύνει.
Συνοψίζοντας, η σχέση εφήβων και γονέων δοκιμάζεται κατά τη διάρκεια της εφηβείας, όχι επειδή υπάρχει αποτυχία, αλλά επειδή υπάρχει ανάπτυξη. Όταν τα συναισθήματα δεν καταπιέζονται αλλά αναγνωρίζονται, όταν οι συγκρούσεις δεν αποφεύγονται αλλά επεξεργάζονται, τότε η οικογένεια μετατρέπεται από πεδίο αντιπαράθεσης σε χώρο συνάντησης και εξέλιξης.
 
  
  
  
  
  
  
 
 
  
  
 