Το Ανώτατο Δικαστήριο των ΗΠΑ αρνήθηκε να επανεξετάσει την ιστορική απόφαση για τον γάμο μεταξύ ατόμων του ίδιου φύλου

4 Ελάχιστη ανάγνωση

Το Ανώτατο Δικαστήριο των Ηνωμένων Πολιτειών απέρριψε τη Δευτέρα αίτημα για ανατροπή της ιστορικής του απόφασης που πριν από μία δεκαετία καθιέρωσε το δικαίωμα στον γάμο για όλα τα ζευγάρια, ανεξαρτήτως φύλου.

Η προσφυγή είχε κατατεθεί από την Κιμ Ντέιβις, πρώην υπάλληλο κομητείας στο Κεντάκι, η οποία το 2015 είχε αρνηθεί να εκδώσει άδειες γάμου σε ζευγάρια του ίδιου φύλου, επικαλούμενη τις θρησκευτικές της πεποιθήσεις. Το δικαστήριο απέρριψε το αίτημά της χωρίς σχόλιο, διατηρώντας σε ισχύ απόφαση που την υποχρεώνει να καταβάλει περισσότερα από 300.000 δολάρια σε αποζημιώσεις σε ένα ζευγάρι στο οποίο είχε αρνηθεί άδεια γάμου.

Η Ντέιβις είχε ζητήσει επίσης την πλήρη ανατροπή της απόφασης του 2015, Obergefell v. Hodges, η οποία κατοχύρωσε συνταγματικά το δικαίωμα στον γάμο για τα ΛΟΑΤΚΙ+ άτομα. Ωστόσο, τουλάχιστον τέσσερις από τους εννέα δικαστές θα έπρεπε να είχαν ψηφίσει υπέρ για να προχωρήσει η υπόθεση, κάτι που δεν συνέβη — εξέλιξη που, σύμφωνα με νομικούς παρατηρητές, θεωρούνταν απίθανη.

Παρόλα αυτά, η ίδια η ύπαρξη της προσφυγής προκάλεσε ανησυχία στην κοινότητα και στους συμμάχους της, καθώς ήρθε σε μια περίοδο αυξημένων επιθέσεων σε δικαιώματα και ελευθερίες των ΛΟΑΤΚΙ+ ατόμων, με αφορμή και τις πολιτικές περιορισμού της κυβέρνησης Τραμπ.

Η ανησυχία μεγάλωσε μετά την απόφαση του Ανώτατου Δικαστηρίου να καταργήσει το πανεθνικό δικαίωμα στην άμβλωση, έπειτα από 50 χρόνια, γεγονός που έδειξε διάθεση επανεξέτασης καθιερωμένων νομικών και κοινωνικών κεκτημένων. Στην ίδια απόφαση, ο δικαστής Κλάρενς Τόμας είχε καλέσει το δικαστήριο να επανεξετάσει και το προηγούμενο της υπόθεσης Obergefell v. Hodges.

Παρά τις εντάσεις, η κοινωνική αποδοχή του γάμου μεταξύ ατόμων του ίδιου φύλου έχει αυξηθεί σημαντικά. Δημοσκοπήσεις δείχνουν ότι η πλειονότητα των Αμερικανών υποστηρίζει το δικαίωμα όλων των ανθρώπων να παντρεύονται το άτομο που αγαπούν. Το 2022, περισσότεροι από τριάντα Ρεπουμπλικάνοι βουλευτές ψήφισαν υπέρ νόμου που υποχρεώνει όλες τις πολιτείες και την ομοσπονδιακή κυβέρνηση να αναγνωρίζουν αυτούς τους γάμους.

Η δικηγόρος Μέρι Μπονότο, που υπερασπίστηκε την υπόθεση Obergefell στο Ανώτατο Δικαστήριο, χαιρέτισε τη στάση του δικαστηρίου. «Σήμερα, εκατομμύρια άνθρωποι μπορούν να ανασάνουν με ανακούφιση για τις οικογένειές τους — τωρινές ή μελλοντικές — επειδή όλες οι οικογένειες αξίζουν ίσα δικαιώματα και προστασία υπό τον νόμο», ανέφερε σε δήλωσή της.

Ακτιβιστές και οργανώσεις υπέρ των δικαιωμάτων της ΛΟΑΤΚΙ+ κοινότητας τονίζουν πάντως ότι η επαγρύπνηση παραμένει αναγκαία. Ο Κέβιν Τζένινγκς, διευθύνων σύμβουλος της οργάνωσης Lambda Legal, δήλωσε: «Ας μην είμαστε αφελείς· οι αντίπαλοί μας διαθέτουν σημαντικούς πόρους και αποφασιστικότητα. Τώρα δεν είναι η στιγμή να χαλαρώσουμε την προσοχή μας».

Από το 2015, η σύνθεση του Ανώτατου Δικαστηρίου έχει αλλάξει σημαντικά, με τρεις νέους συντηρητικούς δικαστές να έχουν διοριστεί από τον πρώην πρόεδρο Τραμπ. Παρ’ όλα αυτά, πρόσφατες δηλώσεις και γραπτά ορισμένων συντηρητικών δικαστών δείχνουν ότι η πλειοψηφία δεν φαίνεται πρόθυμη να επανεξετάσει το νομικό προηγούμενο του γάμου μεταξύ ατόμων του ίδιου φύλου.

Η δικαστής Έιμι Κόνεϊ Μπάρετ, στο πρόσφατο βιβλίο της, αναφέρθηκε σε «θεμελιώδη δικαιώματα» που έχει αναγνωρίσει το δικαστήριο — ανάμεσά τους το δικαίωμα στον γάμο, στη σεξουαλική ελευθερία, στη χρήση αντισύλληψης και στην ανατροφή παιδιών. Τόνισε ότι αυτά διαφέρουν από ζητήματα όπως η άμβλωση ή η ευθανασία, τα οποία παραμένουν, όπως είπε, «αντικείμενο περίπλοκης ηθικής συζήτησης».

Παρόμοια θέση είχε εκφράσει και ο δικαστής Νιλ Γκόρσατς το 2020, αναγνωρίζοντας τη σημασία των δικαιωμάτων που το δικαστήριο έχει κατοχυρώσει και πάνω στα οποία οι άνθρωποι έχουν οικοδομήσει τις ζωές τους.

Κοινοποίηση αυτού του άρθρου