«Στα κορίτσια έδιναν ρύζι, στα αγόρια βιβλία» – Η Anuparna Roy και η δύναμη της διαφορετικότητας

5 Ελάχιστη ανάγνωση

Όταν η Anuparna Roy ανέβηκε στη σκηνή της Βενετίας για να παραλάβει το βραβείο Orizzonti για την πρώτη της ταινία Songs of Forgotten Trees, δεν κατέγραψε απλώς μια καλλιτεχνική επιτυχία. Έγραψε ιστορία ως η πρώτη Ινδή σκηνοθέτιδα που τιμάται σε έναν θεσμό αφιερωμένο στις νέες φωνές του ανεξάρτητου κινηματογράφου.

Αλλά πίσω από αυτή τη στιγμή κρύβεται μια βαθιά προσωπική διαδρομή – από ένα μικρό χωριό στη Δυτική Βεγγάλη έως τα διεθνή φώτα της μεγάλης οθόνης. Μια διαδρομή γεμάτη ταξικούς, έμφυλους και κοινωνικούς φραγμούς.

Από την τηλεφωνήτρια στη σκηνοθέτιδα

Η 31χρονη Roy δεν προερχόταν από τις ελίτ της Καλκούτας ούτε είχε πρόσβαση σε καλλιτεχνικά δίκτυα. Όπως χιλιάδες νέοι στην Ινδία, σπούδασε, δούλεψε σε τηλεφωνικό κέντρο στο Δελχί και πάλεψε για οικονομική ανεξαρτησία. Αυτή η επιλογή ήταν για την ίδια μια μορφή αντίστασης απέναντι στην πίεση του πρόωρου γάμου.

Μια τυχαία συνάντηση με φοιτητές κινηματογράφου άναψε τη σπίθα. Η Roy αποταμίευσε με κόπο για να γυρίσει μόνη της την πρώτη της μικρού μήκους ταινία Run to the River – και από εκεί ξεκίνησε μια διαδρομή που απέδειξε πως η τέχνη μπορεί να γεννηθεί ακόμη και μέσα από τις πιο δύσκολες συνθήκες.

Η ιστορία δύο γυναικών στην πόλη

Η μεγάλου μήκους ταινία της Songs of Forgotten Trees είναι μια ιστορία συνύπαρξης, τρυφερότητας και αντίστασης. Δύο γυναίκες –η Thooya, επίδοξη ηθοποιός που εργάζεται ως συνοδός, και η Swetha, μετανάστρια σε τηλεφωνικό κέντρο– συναντιούνται και μοιράζονται ένα διαμέρισμα στη Βομβάη. Αυτό που ξεκινά ως μια απλή συγκατοίκηση εξελίσσεται σε μια οικεία σχέση, που φέρνει στο φως τις εμπειρίες τους γύρω από την επιβίωση, την περιθωριοποίηση, αλλά και την ανακάλυψη της ομοφυλοφιλικής επιθυμίας.

Οι κριτικοί μίλησαν για «ένα αγωνιώδες πορτρέτο του τι σημαίνει να επιβιώνουν οι γυναίκες σε μια σκληρή μητρόπολη» και για μια αφήγηση που αγγίζει με ευαισθησία την αστική αποξένωση.

«Το προσωπικό είναι πολιτικό»

Η ίδια η Roy τονίζει ότι οι ιστορίες της είναι βαθιά πολιτικές. Μεγαλωμένη σε συνθήκες φτώχειας, είδε από πρώτο χέρι πώς οι κοινωνικές ανισότητες καθόριζαν τις ζωές των παιδιών γύρω της:
«Όταν ήμουν παιδί, στα κορίτσια έδιναν ρύζι ανάλογα με το βάρος τους, ενώ στα αγόρια βιβλία. Αυτό είναι πολιτικό».

Οι χαρακτήρες της ταινίας της βασίζονται σε πρόσωπα από την παιδική της ηλικία, όπως η παιδική της φίλη από την κοινότητα των Dalit, που παντρεύτηκε στα 12 της χρόνια. Με το έργο της, η Roy δίνει φωνή σε εκείνους που σπάνια έχουν βήμα: τις γυναίκες, τους αποκλεισμένους, τους «αόρατους» της κοινωνίας.

Μια φωνή που δεν φοβάται να ενοχλήσει

Η Roy δεν ακολουθεί τους κλασικούς κανόνες του κινηματογράφου. Γυρίζει με αυθεντικότητα, με συνεχείς λήψεις που καταγράφουν τον ρυθμό της ζωής. Αλλά δεν μένει μόνο στην τεχνική. Με το ίδιο θάρρος που απευθύνθηκε σε έναν παραγωγό σε ένα πάρτι λέγοντας «Θέλετε να παράγετε μια ταινία του τρίτου κόσμου;», χρησιμοποιεί και τη δημόσια παρουσία της για να στηρίξει τα δικαιώματα των αποκλεισμένων.

Στη Βενετία εμφανίστηκε με ένα σάρι που συνδύαζε παραδοσιακά μοτίβα της Βεγγάλης με τα χρώματα της παλαιστινιακής σημαίας, στέλνοντας μήνυμα συμπαράστασης στα παιδιά της Γάζας. Παρά τις αντιδράσεις, δήλωσε:
«Θα χρησιμοποιήσω τη φωνή μου για να μιλήσω για όσα μας κάνουν να νιώθουμε άβολα».

Το βλέμμα στο μέλλον

Η Anuparna Roy σχεδιάζει τη συνέχεια – και μια προ-συνέχεια – του Songs of Forgotten Trees, αλλά είναι ξεκάθαρη: δεν θα γυρίσει ποτέ «γλυκανάλατες ταινίες». Θέλει να αφηγείται ιστορίες που αντανακλούν τον κόσμο μας, ακόμη κι αν αυτό προκαλεί.

Η διαδρομή της είναι μια υπενθύμιση ότι η διαφορετικότητα δεν είναι μόνο ταυτότητα – είναι και εμπειρία, αγώνας και φωνή. Και όταν αυτή η φωνή βρίσκει το δρόμο της στη μεγάλη οθόνη, δίνει χώρο και σε άλλους να ονειρευτούν.

Κοινοποίηση αυτού του άρθρου