Γράφει η Ελπίδα Κοντομάρου, Ψυχολόγος – Ψυχοθεραπεύτρια, MSc Ψυχική Υγεία Εφήβων Γνωσιακή – Συμπεριφορική Προσέγγιση (CBT)
Η εφηβεία είναι μια περίοδος έντονης ψυχοκοινωνικής μετάβασης, κατά την οποία το άτομο διαμορφώνει την ταυτότητά του, επιδιώκει την ανεξαρτησία του και έρχεται αντιμέτωπο με ποικίλες προκλήσεις στο οικογενειακό, σχολικό και κοινωνικό περιβάλλον. Σε αυτή την ιδιαίτερη αναπτυξιακή φάση, ορισμένοι έφηβοι εκδηλώνουν παραβατικές συμπεριφορές που συχνά συνοδεύονται ή υποκινούνται από επιθετικότητα. Η παραβατικότητα στην εφηβεία δεν προκύπτει ως μεμονωμένο φαινόμενο, αλλά αποτελεί το αποτέλεσμα σύνθετων και πολυπαραγοντικών διαδικασιών, που περιλαμβάνουν τόσο ενδοατομικούς όσο και περιβαλλοντικούς παράγοντες.
Ένας βασικός ψυχολογικός μηχανισμός που σχετίζεται με την παραβατικότητα είναι η προσπάθεια του εφήβου να διαμορφώσει την προσωπική του ταυτότητα και να διαφοροποιηθεί από το οικογενειακό περιβάλλον. Κατά την εξελικτική αυτή φάση, το άτομο συχνά αμφισβητεί τις παραδοσιακές κοινωνικές αξίες, δοκιμάζει τα όρια και αναζητά πρότυπα εκτός του στενού οικογενειακού πλαισίου. Η αίσθηση του ανήκειν, ιδίως μέσα από ομάδες συνομηλίκων, παίζει κρίσιμο ρόλο στην ενίσχυση ή αναστολή της παραβατικής συμπεριφοράς. Όταν οι συνομήλικοι προάγουν ή επιβραβεύουν επιθετικές ή αντικοινωνικές συμπεριφορές, αυξάνεται η πιθανότητα ο έφηβος να τις υιοθετήσει ως μέσο αποδοχής και κοινωνικής ένταξης (Warr, 2002· Dishion & Patterson, 2015).
Παράλληλα, το οικογενειακό πλαίσιο, όταν χαρακτηρίζεται από συναισθηματική αποστασιοποίηση, αδιαφορία, ενδοοικογενειακή βία ή έλλειψη ορίων, δημιουργεί τις προϋποθέσεις για την εμφάνιση αποκλίνουσας συμπεριφοράς. Οι έφηβοι που μεγαλώνουν σε περιβάλλοντα όπου απουσιάζει η σταθερότητα και η θετική γονική καθοδήγηση παρουσιάζουν αυξημένη τάση προς την παραβατικότητα, καθώς δεν αναπτύσσουν αποτελεσματικούς μηχανισμούς αυτορρύθμισης ούτε μαθαίνουν να εσωτερικεύουν κανόνες και αξίες (Agnew, 2001· Reid & Patterson, 2002). Σε αυτά τα πλαίσια, οι ανάγκες του παιδιού για ασφάλεια, επικοινωνία και αναγνώριση συχνά μένουν ανικανοποίητες, οδηγώντας στην αναζήτηση αυτών των στοιχείων μέσα από ομάδες με παραβατικά χαρακτηριστικά.
Η σχολική αποτυχία αποτελεί έναν ακόμα σημαντικό παράγοντα κινδύνου. Έφηβοι που αποτυγχάνουν να ανταποκριθούν στις εκπαιδευτικές απαιτήσεις ή βιώνουν το σχολείο ως περιβάλλον απόρριψης και αποξένωσης, συχνά καταφεύγουν σε παραβατικές συμπεριφορές ως μηχανισμό άμυνας ή διεκδίκησης προσοχής. Η σχολική αποτυχία σχετίζεται με χαμηλή αυτοεκτίμηση και συχνά πυροδοτεί την επιθετικότητα ως αντίδραση στην αίσθηση ανεπάρκειας και αποκλεισμού (Thornberry et al., 2003).
Η επιθετικότητα, με τη σειρά της, αποτελεί ένα βασικό χαρακτηριστικό που σχετίζεται άμεσα με την παραβατική συμπεριφορά. Πρόκειται για την πρόθεση πρόκλησης βλάβης σε άλλους, είτε σε σωματικό, λεκτικό ή ψυχολογικό επίπεδο, και συχνά λειτουργεί ως πρόδρομος μορφών αντικοινωνικής ή εγκληματικής δράσης. Έφηβοι με έντονα επιθετικά χαρακτηριστικά, όπως η παρορμητικότητα, η χαμηλή ανοχή στη ματαίωση και η εχθρική ερμηνεία των κοινωνικών ερεθισμάτων, τείνουν να εμπλέκονται συχνότερα σε παραβατικές πράξεις (Dodge, 2006· Frick & White, 2008). Η ανικανότητα συναισθηματικής ρύθμισης αποτελεί επίσης κρίσιμο στοιχείο, καθώς οι δυσκολίες διαχείρισης θυμού και απογοήτευσης συχνά οδηγούν σε ανεξέλεγκτες συμπεριφορές, που πλήττουν τόσο το ίδιο το άτομο όσο και το κοινωνικό του περιβάλλον (Gross, 2002· Eisenberg, 2000).Επιπλέον, η παρορμητικότητα και η έλλειψη αυτοελέγχου συμβάλλουν καθοριστικά στην εκδήλωση παραβατικών τάσεων. Οι έφηβοι που δρουν χωρίς να υπολογίζουν τις συνέπειες των πράξεών τους και δεν διαθέτουν επαρκείς γνωστικές δεξιότητες αναστολής παρουσιάζουν αυξημένο κίνδυνο εμπλοκής σε επιθετικά και παραβατικά επεισόδια (Grasmick et al., 1993). Οι γνωστικές στρεβλώσεις, όπως η τάση ερμηνείας των ουδέτερων ή φιλικών προθέσεων των άλλων ως απειλητικών, ενισχύουν την αντίληψη ενός εχθρικού κόσμου, δικαιολογώντας την επιθετική αντίδραση ως αυτοπροστασία (Dodge, 2006).Η σύνδεση μεταξύ επιθετικότητας και παραβατικότητας δεν είναι μονοδιάστατη, αλλά αλληλεπιδραστική και δυναμική. Ένας έφηβος με προδιάθεση για επιθετικότητα ενδέχεται να επιλέξει παρέες και δραστηριότητες που ενισχύουν αυτές τις συμπεριφορές, με αποτέλεσμα τη σταδιακή εμπλοκή σε σοβαρότερες μορφές αντικοινωνικής δράσης. Η συνεχής ανατροφοδότηση αυτού του φαύλου κύκλου οδηγεί στη σταθεροποίηση της παραβατικότητας ως στοιχείο της προσωπικότητας και της κοινωνικής λειτουργίας του ατόμου.Η έγκαιρη αναγνώριση των παραγόντων κινδύνου και η παρέμβαση από το οικογενειακό, σχολικό και κοινοτικό πλαίσιο αποτελούν κρίσιμη προϋπόθεση για την πρόληψη της παραβατικότητας.
Προγράμματα που ενισχύουν τις κοινωνικές δεξιότητες, την ενσυναίσθηση και τον συναισθηματικό έλεγχο, καθώς και παρεμβάσεις που στοχεύουν στη βελτίωση της οικογενειακής επικοινωνίας και της σχολικής εμπλοκής, έχουν αποδειχθεί αποτελεσματικά στη μείωση της επιθετικότητας και της παραβατικής συμπεριφοράς κατά την εφηβεία (Conduct Problems Prevention Research Group, 2002· Blair, 2007). Η παραβατικότητα των εφήβων δεν είναι αναπόφευκτη. Αντιθέτως, μπορεί να προληφθεί και να αναστραφεί με κατάλληλες, στοχευμένες και διαχρονικές παρεμβάσεις που θα λαμβάνουν υπόψη τη μοναδικότητα κάθε ατόμου και τις ιδιαίτερες ανάγκες του.