Σε μια ακόμη αυταρχική παρέμβαση στο πεδίο του πολιτισμού, ο Ντόναλντ Τραμπ προχώρησε στην αποπομπή της Κιμ Σάτζετ, διευθύντριας της Εθνικής Πινακοθήκης Πορτρέτων του Ιδρύματος Smithsonian, στο πλαίσιο της συστηματικής προσπάθειάς του να ευθυγραμμίσει τους πολιτιστικούς θεσμούς με την ακροδεξιά πολιτική του ατζέντα. Μέσω ανάρτησης στην πλατφόρμα Truth Social, ο Τραμπ χαρακτήρισε τη Σάτζετ «εξαιρετικά κομματικό πρόσωπο» και «ένθερμη υποστηρίκτρια της DEI (διαφορετικότητα, ισότητα και συμπερίληψη)» — έννοιες που προφανώς θεωρεί απειλή για το οπισθοδρομικό του όραμα. Η απόφαση αυτή καταδεικνύει την εχθρότητά του απέναντι σε κάθε προσπάθεια προώθησης της κοινωνικής δικαιοσύνης και της συμπερίληψης, μετατρέποντας την πολιτιστική πολιτική σε εργαλείο ιδεολογικής εκκαθάρισης.
Η κίνηση αυτή έρχεται σε συνέχεια των ευρύτερων παρεμβάσεων του Τραμπ σε κορυφαία πολιτιστικά ιδρύματα. Τον περασμένο Φεβρουάριο, απομάκρυνε μέλη του Δ.Σ. του Κέντρου Κένεντι για να αναλάβει ο ίδιος τον έλεγχο, ενώ τον Μάρτιο υπέγραψε εκτελεστικό διάταγμα που διακόπτει την ομοσπονδιακή χρηματοδότηση σε προγράμματα του Smithsonian τα οποία –όπως ο ίδιος τα χαρακτηρίζει– «προάγουν φυλετικές διακρίσεις και διχάζουν τους Αμερικανούς».
Η Κιμ Σάτζετ, ιστορικός τέχνης με διεθνές προφίλ, διορίστηκε το 2013 ως η πρώτη γυναίκα επικεφαλής της Πινακοθήκης. Γεννημένη στη Νιγηρία, μεγαλωμένη στην Αυστραλία και υπήκοος Ολλανδίας, είχε προηγουμένως διατελέσει πρόεδρος της Ιστορικής Εταιρείας της Πενσυλβάνια. Η συμβολή της στη διεύρυνση της θεματολογίας του ιδρύματος υπήρξε καταλυτική, δίνοντας χώρο σε καλλιτέχνες και ιστορίες που παρέμεναν επί δεκαετίες στο περιθώριο.
Η απόλυσή της δεν είναι απλώς μια διοικητική αλλαγή· είναι μια σαφής πολιτική δήλωση. Ο Τραμπ επιχειρεί να θέσει την πολιτιστική παραγωγή υπό κομματικό έλεγχο, απομακρύνοντας πρόσωπα και προγράμματα που δεν συνάδουν με τη συντηρητική του οπτική για την «εθνική ταυτότητα». Όπως όλα δείχνουν, το «πολιτισμικό μέτωπο» θα αποτελέσει ένα από τα βασικά πεδία αντιπαράθεσης στη δεύτερη προεδρική του θητεία.
Η Εθνική Πινακοθήκη Πορτρέτων, που ιδρύθηκε το 1962 και φιλοξενεί πορτρέτα όλων των Αμερικανών προέδρων — μεταξύ αυτών και του ίδιου του Ντόναλντ Τραμπ — παραμένει ένας από τους πιο δημοφιλείς χώρους του Ιδρύματος Smithsonian, με περίπου ένα εκατομμύριο επισκέπτες ετησίως. Το πορτρέτο του Τραμπ, τραβηγμένο από τον Ματ Μακλέιν το 2017, συνοδεύεται από λεζάντα που απαριθμεί τα σημεία-ορόσημα της θητείας του: τις διχαστικές πολιτικές του, τις δύο παραπομπές του για δίκη, την εκλογική του ήττα το 2020 και την αμφιλεγόμενη επιστροφή του στις εκλογές του 2024 – ως ο μοναδικός πρόεδρος μετά τον Γκρόβερ Κλίβελαντ που επιχειρεί να επανέλθει με μη συνεχόμενη δεύτερη θητεία.
Ωστόσο, η παρουσία του Τραμπ στην Πινακοθήκη, με τη βαρύτητα ενός θεσμού αφιερωμένου στην ιστορική μνήμη και τον πολιτισμό, μοιάζει ειρωνικά αντιφατική όταν ο ίδιος επιδίδεται σε ένα πρωτοφανές σχέδιο ιδεολογικής καθαίρεσης. Αντί να τιμήσει την πολιτιστική κληρονομιά, ο Τραμπ προσπαθεί να τη μετατρέψει σε προπαγανδιστικό πεδίο, απομακρύνοντας προσωπικότητες όπως η Κιμ Σάτζετ, επειδή προωθούν αξίες όπως η διαφορετικότητα και η συμπερίληψη – αξίες που θεωρεί επικίνδυνες για τη δική του αυταρχική κανονικότητα.
Το ερώτημα πλέον δεν είναι απλώς ποια είναι η κατεύθυνση της πολιτιστικής πολιτικής των ΗΠΑ υπό την ηγεσία Τραμπ, αλλά μέχρι πού είναι διατεθειμένος να φτάσει για να διαγράψει κάθε φωνή που δεν συμμορφώνεται με τη σκληροπυρηνική του ρητορική. Και το ποιοι θεσμοί θα μπουν στη λίστα εκκαθάρισης είναι, πλέον, θέμα χρόνου.