Γράφει η Κυριακή Παπαγιατζόγλου
Η επίθεση στην Ουάσιγκτον, όπου ένας Αφγανός υπήκοος πυροβόλησε δύο μέλη της Εθνοφρουράς – με τη μία στρατιώτη να χάνει τη ζωή της – αποτέλεσε ένα τραγικό γεγονός. Όμως εξίσου ανησυχητική είναι η πολιτική ταχύτητα με την οποία αξιοποιήθηκε. Διότι η αντίδραση της κυβέρνησης Τραμπ δεν μοιάζει με ψύχραιμη επανεξέταση πολιτικών ασφαλείας, αλλά με την ευκαιρία που περίμενε για να επιταχύνει μια ήδη σκληρή ατζέντα κατά των μεταναστών.
Το «πάγωμα» όλων των αποφάσεων ασύλου, η προαναγγελία μόνιμης αναστολής μετανάστευσης από 19 χώρες, η επανεξέταση πράσινων καρτών και η προσωρινή διακοπή έκδοσης βίζας σε κατόχους αφγανικών διαβατηρίων δεν προέκυψαν στο κενό. Ήταν πολιτικές σε εξέλιξη. Το περιστατικό απλώς έδωσε το πρόσχημα να επιβληθούν άμεσα, με την επίκληση της ασφάλειας, χωρίς ουσιαστική συζήτηση για τα δικαιώματα όσων θίγονται.
Αυτό είναι που προβληματίζει βαθιά όσους εργάζονται στον χώρο της συμπερίληψης: η τάση να αντιμετωπίζεται ένα μεμονωμένο, καταδικαστέο έγκλημα ως ευκαιρία για τη συλλογική τιμωρία εκατομμυρίων ανθρώπων. Όπως επισήμανε και η οργάνωση AfghanEvac, η κυβέρνηση «χρησιμοποιεί ένα μεμονωμένο βίαιο άτομο ως πρόσχημα για μια πολιτική που είχε ήδη αποφασιστεί». Κι αυτή η διαπίστωση δεν μπορεί να αγνοηθεί.
Πάνω από 1,6 εκατομμύρια μόνιμοι κάτοικοι των ΗΠΑ κατάγονται από τις χώρες που στοχοποιούνται. Πίσω από τους αριθμούς υπάρχουν οικογένειες που ζουν νόμιμα, εργάζονται, πληρώνουν φόρους και συμβάλλουν στην αμερικανική κοινωνία. Η απότομη σκλήρυνση του πλαισίου δημιουργεί ένα κλίμα συλλογικής καχυποψίας, όπου η καταγωγή – και όχι η ατομική ευθύνη – γίνεται κριτήριο.
Η υπόθεση Λακανουάλ είναι τραγική και χρήζει δικαστικής αντιμετώπισης. Αλλά το να χρησιμοποιείται ως εργαλείο για να ενταχθεί ολόκληρη η μεταναστευτική πολιτική σε κατάσταση «κόκκινου συναγερμού» δημιουργεί επικίνδυνες συνθήκες: ενισχύει στερεότυπα, δικαιολογεί διακρίσεις και υπονομεύει βασικές αξίες δημοκρατίας και ισονομίας.
Για όσους πιστεύουν στη συμπερίληψη, η συζήτηση δεν είναι αν πρέπει να προστατευθούν οι πολίτες. Αυτονόητα πρέπει. Το ζήτημα είναι το πώς.
Με πολιτικές που βασίζονται σε δεδομένα, ψυχραιμία και θεσμικές διαδικασίες; Ή με πολιτικές που αναζητούν αφορμές για να ενισχύσουν φόβους και να δικαιολογήσουν ήδη ειλημμένες αποφάσεις;
Η αντίδραση της κυβέρνησης Τραμπ δείχνει να γέρνει επικίνδυνα προς το δεύτερο. Και σε μια εποχή όπου η διαφορετικότητα και η ανθρώπινη κινητικότητα είναι πραγματικότητες, όχι απειλές, η επιλογή αυτή έχει συνέπειες που θα ξεπεράσουν κατά πολύ μια μεμονωμένη υπόθεση.
